Άδικε άνθρωπε, άδικα σε κατηγόρησα. Με περιμάζεψες από την ανυπαρξία μου και μου πρόσφερες βοήθεια ανιδιοτελή. Μου σκούπισες τα δάκρυα σαν να ήμουν παιδί σου χωρίς να μου εξηγήσεις το γιατί. Μου έδωσες την καρδιά σου σε μία στιγμή που εγώ δεν θα το έκανα. Σαν αδερφό με αγκάλιασες και δεν με άφησες στιγμή μόνο. Σαν εραστή μου μίλησες ακουμπώντας τα χείλη σου στο βρώμικα δέρμα μου. Έτσι σου έμαθαν να κάνεις μου είπες ενώ εξακολουθώ να αποφεύγω την καλοσύνη των ματιών σου. Είναι που ντρέπονται γι αυτό που έγινα, ο θυμός γι αυτό που δεν έγινα.
Δώσε μου το χέρι σου, χάιδεψε το δέρμα μου, είμαστε από το ίδιο υλικό φτιαγμένοι. Νιώθεις τους παλμούς της καρδιάς μου; Την αγωνία της για το αύριο; Τη συμπόνοια της για σένα; Σκέφτομαι κι εγώ όπως εσύ, χαμογελάω, κλαίω, νιώθω. Κάποτε μπορούσα και να αγαπήσω. Κοιτά, κοιτά, πόσα κοινά έχουμε, το βλέπεις; Σε τι κόσμο μεγάλωσα και δεν μπορώ να είμαι σαν εσένα; Γιατί δεν είμαι κι εγώ άνθρωπος;