Το μαυρισμένο σου κορμί, γυμνό, απροστάτευτο, έρμαιο του αδιάκριτου βλέμματος των ματιών μου, στων Διδύμων την ακρογιαλιά.
Ξαπλωμένο, σιωπηλό, ήρεμο, σαν ένα άγαλμα τέλεια σμιλεμένο, ένα αριστούργημα της φύσης, μία φλόγα στην καρδιά μου που δεν ξέρω πως να διαχειριστώ.
Νιώθω γυμνός, απροστάτευτος απέναντι στον εαυτό μου και την ελευθερία μου. Αντιμέτωπος με αυτές τις στιγμές που δημιουργούν τις επόμενες.
Σαν να αισθάνθηκες τον πόνο μου και να σε κατέκλυσαν οι ενοχές, έριξες ένα λεπτό, αέρινο ύφασμα πάνω σου και με πλησίασες.
Η ματαιότητα του λόγου απέναντι σε μία καρδιά που κοντεύει να σπάσει. Το καθαρό σου βλέμμα, μαρτύριο στις μοναχικές μου νύχτες. Απρόσμενα ήρθες, με τον ίδιο τρόπο έφυγες.
Σηκώνομαι τα βράδια κι ακούω τη θάλασσα. Τα μαύρα μακριά μαλλιά σου ανεμίζουν στην σκέψη μου. Αναρωτιέμαι αν αυτό που νιώθω είναι η πληρότητα και το κενό την ίδια στιγμή. Μπορούν άραγε να συνδυαστούν αυτά τα δύο; Μπορεί το ένα να φέρνει το άλλο; Μήπως η πληρότητα και το κενό είναι το ίδιο πράγμα τελικά; Μήπως είναι τόσο κοντά που αγγίζοντας το ένα νιώθεις και το άλλο;
Όσο περισσότερο σε θέλω τόσο λιγότερο ελεύθερος νιώθω κι αυτό με κάνει να σε θέλω ακόμα πιο πολύ. Η σκέψη σου, η παρουσία σου στο μυαλό μου με κάνει να αισθάνομαι γυμνός. Βλέπω το χαμόγελό σου, σε κοιτώ στα μάτια και μου δείχνεις την πραγματική μου γύμνια. Δεν έμαθα ποτέ το όνομά σου αλλά πλέον αποτελείς κομμάτι της ύπαρξής μου.